αελπτια

αελπτια
    ἀελπτία
     неожиданность Pind.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αελπτια" в других словарях:

  • αελπτία — ἀελπτία, η (Α) [ἄελπτος] 1. ανέλπιστο, απροσδόκητο γεγονός και ειδικότερα απρόσμενο πλήγμα, συμφορά 2. (επίρρ. φρ.) «ἐξ ἀελπτίης», εξ απροόπτου, απροσδόκητα, ανέλπιστα …   Dictionary of Greek

  • ἀελπτίᾳ — ἀελπτίαι , ἀελπτία an unlooked for event fem nom/voc pl ἀελπτίᾱͅ , ἀελπτία an unlooked for event fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελπτίης — ἀελπτία an unlooked for event fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»